-ίσκος

-ίσκος
-ίσκη, -ίσκον (ΑΜ -ίσκος, -ίσκη, -ίσκον)
επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE *-isko- και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε -ίσκος (-ίσκη, -ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών πρωτότυπων λ. (πρβλ. νεαν-ίσκος < νεανίας, φιαλ-ίσκη < φιάλη, μελ-ίσκον < μέλος, το). Τύποι σε -ίσκος (-ίσκη, -ίσκον) μαρτυρούνται από τους μεθομηρικούς χρόνους, στους πρώιμους λυρικούς ποιητές. Αρχικά, το επίθημα αυτό σήμαινε «όμοιος προς», βαθμηδόν δε κατέληξε σε υποκορ. σημ. Με την αρχική σημ. το επίθημα απαντά σε α) ονομασίες ζώων (πρβλ. γλαυκ-ίσκος), β) ονομασίες φυτών (πρβλ. ιβ-ίσκος) και γ) ονομασίες πραγμάτων και πάσης φύσεως τεχνικούς όρους (πρβλ. μην-ίσκος, οβελ-ίσκος). Ως υποκορ. κατάλ. η -ίσκος έχει άλλοτε σμικρυντική σημ. (πρβλ. αλεκτορ-ίσκος, μειρακ-ίσκος), άλλοτε μειωτική (πρβλ. ανθρωπ-ίσκος, ρητορ-ίσκος) και άλλοτε χαϊδευτική (πρβλ. παιδ-ίσκη, φιλ-ίσκος). Έτσι, το επίθημα -ίσκος εμφανίζει παρεμφερή σημασιολογική εξέλιξη με την κατάλ. -ιον (βλ. -ιος), θεωρούμενο εκφραστικότερο αυτής. Το επίθημα -ίσκος, τέλος, απαντά και σε κύρια ονόματα, τα οποία έχουν είτε τη σημ. τής ομοιότητας είτε την υποκοριστική (σμικρυντική, χαϊδευτική), πρβλ. Αισχυλ-ίσκος, Ευφρον-ίσκος, Θετταλ-ίσκος. Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. αυτή απαντά μόνο σε αρσενικά υποκοριστικά, άλλοτε με σμικρυντική σημ. (πρβλ. κολπ-ίσκος, λοφ-ίσκος), άλλοτε με μειωτική (πρβλ. δικηγορ-ίσκος, υπαλληλ-ίσκος) και άλλοτε με χαϊδευτική (πρβλ. απατεων-ίσκος, σατραπ-ίσκος).Παραδείγματα λ. σε -ίσκος, -ίσκη, -ίσκον είναι: ανθρωπίσκος, αξονίσκος, αστερίσκος, βασιλίσκος, βολβίσκος, θαμνίσκος, καλαθίσκος, κλαδίσκος, κοιτωνίσκος, κυκλίσκος, λιμενίσκος, λυχνίσκος, μηνίσκος, νεανίσκος, οβελίσκος, οικίσκος, ολμίσκος, ορμίσκος, ουρανίσκος, παιδίσκη, ποδίσκος, ποταμίσκος, πυργίσκος, ρητορίσκος, στεφανίσκος
αρχ.
ανδριαντίσκος, ασπιδίσκη, αστραγαλίσκος, βουκολίσκος, γλαυκίσκος, δραπετίσκος, ερωτίσκος, ζυγίσκον, ιερακίσκος, κλεπτίσκος, κορακίσκος, κορίσκη, κρατηρίσκος, λεκανίσκη, λεπιδίσκη, λυκίσκος, μαγειρίσκος, μειρακίσκη, μειρακίσκος, μελίσκον, παιδίσκος, παρθενίσκη, σανδαλίσκος, σινδονίσκος, σπληνίσκον, φιαλίσκη, φιλίσκος, χιτωνίσκος
νεοελλ.
αδενίσκος, απατεωνίσκος, αρχηγίσκος, βουλευτίσκος, δικηγορίσκος, δρομίσκος, ηγεμονίσκος, θαλαμίσκος, κολπίσκος, λιμενίσκος, λοφίσκος, ποιητίσκος, πυρηνίσκος, σατραπίσκος, τυραννίσκος, υπαλληλίσκος, υπουργίσκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἰσκός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισκός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας. 1. Ανδρέας (ή Καραΐσκος). Η οικογένειά του υπηρετούσε στα αρματολίκια της περιοχής και ο ίδιος υπηρέτησε στην Αυλή του Αλή πασά. Πήρε μέρος στις εκστρατείες του Ομέρ… …   Dictionary of Greek

  • Ἰσκῶν — Ἰσκός of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγεμονίσκος — ο (υποκορ. τού ηγεμόνας) 1. μικρός ηγεμόνας, άρχοντας μικρής χώρας 2. ο μικρός σε ηλικία ηγεμόνας 3. ηγεμόνας χωρίς αξία, χωρίς αξιοπρέπεια, ανίσχυρος 4. μτφ. προϊστάμενος με σατραπική συμπεριφορά προς τους υπαλλήλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών,… …   Dictionary of Greek

  • ηλίσκος — ἡλίσκος, ὁ (Α) μικρό καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλ τού ήλος «καρφί» + υποκορ. κατάλ. ισκος (πρβλ. ακμον ίσκος, λυχν ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • ηνίσκος — ἡνίσκος, ὁ (Α) μικρό δερμάτινο λουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + υποκορ. κατάλ. ίσκος, πρβλ. μην ίσκος, πυργ ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • θαλαμίσκος — ο (υποκορ. τού θάλαμος) 1. μικρός θάλαμος, δωματιάκι 2. αστροναυτ. διαμέρισμα επανδρωμένου διαστημοπλοίου στο εσωτερικό τού οποίου επιστρέφουν οι αστροναύτες στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. υποκορ. ισκος (πρβλ. λοφ ίσκος, υπαλληλ ίσκος). Η …   Dictionary of Greek

  • θαμνίσκος — θαμνίσκος, ό (Α) μικρός θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αμφορ ίσκος, λυκ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • θολίσκος — ο μικρός θόλος, θόλος μικρών διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. λυκ ίσκος, οβελ ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Παναγ. Ρομπότη] …   Dictionary of Greek

  • θυλακίσκος — θυλακίσκος, ὁ (Α) 1. καλάθι ψωμιού, σακούλι 2. θυλάκιο, μικρός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. μην ίσκος, οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”